αξήγητος

αξήγητος
-η, -ο
επίρρ.
1. ανεξήγητος, σκοτεινός: Το μέρος αυτό του κειμένου είναι αξήγητο.
2. αυτός που δεν έδωσε εξηγήσεις: Τελικά χωριστήκαμε αξήγητοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αξήγητος — η, ο ανεξήγητος* …   Dictionary of Greek

  • ανεξήγητος — η, ο (κ. αξήγητος) (AM ἀνεξήγητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί 2. όποιος δεν έχει ακόμη εξηγηθεί νεοελλ. 1. ο αδικαιολόγητος, ο ακατανόητος («ανεξήγητη συμπεριφορά») 2. εκείνος που δεν έχει δώσει εξηγήσεις για κάποιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”